γυμνορρυπαρος

γυμνορρυπαρος
    γυμνορρύπαρος
    γυμνο-ρρύπᾰρος
    2
    в лохмотьях на голом теле Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γυμνορρυπαρος" в других словарях:

  • γυμνορρύπαρος — γυμνορρύπαρος, ον (Α) γυμνός και ρυπαρός …   Dictionary of Greek

  • γυμνορρύπαροι — γυμνορρύπαρος naked and dirty masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»